πυκνώσεις

πυκνώσεις
πύκνωσις
condensation
fem nom/voc pl (attic epic)
πύκνωσις
condensation
fem nom/acc pl (attic)
πυκνόω
make close
aor subj act 2nd sg (epic)
πυκνόω
make close
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • μελορεόστωση — η ιατρ. οστεοπάθεια χαρακτηριζόμενη από οστεοσκλήρωση ενός συνήθως μέλους τού σώματος, με ταινιοειδείς πυκνώσεις και εναποθέσεις κατά μήκος τού πάσχοντος οστού, οι οποίες θυμίζουν σταγόνα λειωμένου κεριού που ρέει …   Dictionary of Greek

  • θερμόφωνο — Πηγή ηχητικών κυμάτων που αποτελείται από ένα λεπτό μεταλλικό έλασμα με πολύ μικρή θερμοχωρητικότητα, τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο ακροδέκτες. Μέσα στο έλασμα αυτό διοχετεύεται εναλλασσόμενο ρεύμα που προκαλεί περιοδικές μεταβολές στη θερμοκρασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”